επιρρωννύω

επιρρωννύω
(AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι]
1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.)
2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί ενεστ. και πρτ.) αποκτώ εκ νέου τη δύναμή μου, παίρνω θάρρος («οἱ Κορίνθιοι... πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωτον», Θουκ.)
και απρόσ. («κείνοις... ἐπερρώσθη λέγειν» — πήραν θάρρος να λένε, Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”